- ποδδέχομαι
- ποδ-δέχομαι or [suff] ποδ-δέκομαι, in [tense] aor. part., [dialect] Dor. for προσδέχομαι, IG5(1).653a9 (Sparta, ii A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ποδδέχομαι — και ποδδέκκομαι Α (δωρ. τ.) προσδέχομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόδ, βοιωτ. τ. τού ποτί* «προς» + δέχομαι] … Dictionary of Greek